ταγκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταγκός | η | ταγκή | το | ταγκό |
| γενική | του | ταγκού | της | ταγκής | του | ταγκού |
| αιτιατική | τον | ταγκό | την | ταγκή | το | ταγκό |
| κλητική | ταγκέ | ταγκή | ταγκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταγκοί | οι | ταγκές | τα | ταγκά |
| γενική | των | ταγκών | των | ταγκών | των | ταγκών |
| αιτιατική | τους | ταγκούς | τις | ταγκές | τα | ταγκά |
| κλητική | ταγκοί | ταγκές | ταγκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταγκός < ελληνιστική ταγγός
Επίθετο
ταγκός, -ή, -ό
- λέγεται για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες που έχουν αλλοιωθεί και έχουν βαριά οσμή και πικρή γεύση
- ταγκό βούτυρο, ταγκό λάδι
- ταγκή οσμή, ταγκή γεύση
Μεταφράσεις
ταγκός
|
→ δείτε τη λέξη ταγγός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.