ταγκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταγκός η ταγκή το ταγκό
      γενική του ταγκού της ταγκής του ταγκού
    αιτιατική τον ταγκό την ταγκή το ταγκό
     κλητική ταγκέ ταγκή ταγκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταγκοί οι ταγκές τα ταγκά
      γενική των ταγκών των ταγκών των ταγκών
    αιτιατική τους ταγκούς τις ταγκές τα ταγκά
     κλητική ταγκοί ταγκές ταγκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταγκός < ελληνιστική ταγγός

Επίθετο

ταγκός, -ή, -ό

  1. λέγεται για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες που έχουν αλλοιωθεί και έχουν βαριά οσμή και πικρή γεύση
    ταγκό βούτυρο, ταγκό λάδι
    ταγκή οσμή, ταγκή γεύση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.