ταΐζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταΐζω < μεσαιωνική ελληνική ταγίζω < (ελληνιστική κοινή) ταγή < αρχαία ελληνική τάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *taǵ-
Ρήμα
ταΐζω
- δίνω σε κάποιον τροφή μεταφέροντάς την ως το στόμα του
- Ταΐζει το μωρό την κρέμα με το κουταλάκι.
- φιλοξενώ κάποιον
- Τόσο καιρό τον ταΐζουμε και τον ποτίζουμε, αλλά ένα ευχαριστώ δεν είπε.
- εξασφαλίζω σε κάποιον δικό μου άνθρωπο τα απαραίτητα για τη ζωή
- Είναι άνεργος κι έχει τόσα στόματα να ταΐσει.
- Ως πότε θα κάθεσαι να σε ταΐζουμε; Πήγαινε να πιάσεις καμιά δουλειά!
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) πεθαίνω με τον χαρακτήρα μου σε διαδικτυακό παιχνίδι με αποτέλεσμα να δοθούν πόντοι στην εχθρική ομάδα και να αυξηθεί η πιθανότητα του να χάσει η δική μου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ταΐζω | τάιζα | θα ταΐζω | να ταΐζω | ταΐζοντας | |
| β' ενικ. | ταΐζεις | τάιζες | θα ταΐζεις | να ταΐζεις | τάιζε | |
| γ' ενικ. | ταΐζει | τάιζε | θα ταΐζει | να ταΐζει | ||
| α' πληθ. | ταΐζουμε | ταΐζαμε | θα ταΐζουμε | να ταΐζουμε | ||
| β' πληθ. | ταΐζετε | ταΐζατε | θα ταΐζετε | να ταΐζετε | ταΐζετε | |
| γ' πληθ. | ταΐζουν(ε) | τάιζαν ταΐζαν(ε) |
θα ταΐζουν(ε) | να ταΐζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τάισα | θα ταΐσω | να ταΐσω | ταΐσει | ||
| β' ενικ. | τάισες | θα ταΐσεις | να ταΐσεις | τάισε | ||
| γ' ενικ. | τάισε | θα ταΐσει | να ταΐσει | |||
| α' πληθ. | ταΐσαμε | θα ταΐσουμε | να ταΐσουμε | |||
| β' πληθ. | ταΐσατε | θα ταΐσετε | να ταΐσετε | ταΐστε | ||
| γ' πληθ. | τάισαν ταΐσαν(ε) |
θα ταΐσουν(ε) | να ταΐσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ταΐσει | είχα ταΐσει | θα έχω ταΐσει | να έχω ταΐσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ταΐσει | είχες ταΐσει | θα έχεις ταΐσει | να έχεις ταΐσει | έχε ταϊσμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ταΐσει | είχε ταΐσει | θα έχει ταΐσει | να έχει ταΐσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ταΐσει | είχαμε ταΐσει | θα έχουμε ταΐσει | να έχουμε ταΐσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ταΐσει | είχατε ταΐσει | θα έχετε ταΐσει | να έχετε ταΐσει | έχετε ταϊσμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ταΐσει | είχαν ταΐσει | θα έχουν ταΐσει | να έχουν ταΐσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ταϊσμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ταϊσμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ταϊσμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ταϊσμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.