ταΐζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταΐζω < μεσαιωνική ελληνική ταγίζω < (ελληνιστική κοινή) ταγή < αρχαία ελληνική τάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *taǵ-

Ρήμα

ταΐζω

  1. δίνω σε κάποιον τροφή μεταφέροντάς την ως το στόμα του
    Ταΐζει το μωρό την κρέμα με το κουταλάκι.
  2. φιλοξενώ κάποιον
    Τόσο καιρό τον ταΐζουμε και τον ποτίζουμε, αλλά ένα ευχαριστώ δεν είπε.
  3. εξασφαλίζω σε κάποιον δικό μου άνθρωπο τα απαραίτητα για τη ζωή
    Είναι άνεργος κι έχει τόσα στόματα να ταΐσει.
    Ως πότε θα κάθεσαι να σε ταΐζουμε; Πήγαινε να πιάσεις καμιά δουλειά!
  4. (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) πεθαίνω με τον χαρακτήρα μου σε διαδικτυακό παιχνίδι με αποτέλεσμα να δοθούν πόντοι στην εχθρική ομάδα και να αυξηθεί η πιθανότητα του να χάσει η δική μου
     συνώνυμα: φηντάρω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.