τίτανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τίτανος οι τίτανοι
      γενική της τιτάνου των τιτάνων
    αιτιατική την τίτανο τις τιτάνους
     κλητική τίτανε τίτανοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τίτανος < αρχαία ελληνική τίτανος

Ουσιαστικό

τίτανος θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τίτανος αἱ τίτανοι
      γενική τῆς τιτάνου τῶν τιτάνων
      δοτική τῇ τιτάν ταῖς τιτάνοις
    αιτιατική τὴν τίτανον τὰς τιτάνους
     κλητική ! τίτανε τίτανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τιτάνω
γεν-δοτ τοῖν  τιτάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τίτανος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

τῐ́τᾰνος θηλυκό

  1. λευκό χώμα
  2. ασβέστης
  3. γύψος
  4. μαρμαρόσκονη

Πηγές

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.