τίντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τίντα οι τίντες
      γενική της τίντας
    αιτιατική την τίντα τις τίντες
     κλητική τίντα τίντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τίντα < αγγλική tint < λατινικά tinctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tingo

Ουσιαστικό

τίντα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.