τέτοιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τέτοιος | η | τέτοια | το | τέτοιο |
| γενική | του | τέτοιου | της | τέτοιας | του | τέτοιου |
| αιτιατική | τον | τέτοιο | την | τέτοια | το | τέτοιο |
| κλητική | τέτοιε | τέτοια | τέτοιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τέτοιοι | οι | τέτοιες | τα | τέτοια |
| γενική | των | τέτοιων | των | τέτοιων | των | τέτοιων |
| αιτιατική | τους | τέτοιους | τις | τέτοιες | τα | τέτοια |
| κλητική | τέτοιοι | τέτοιες | τέτοια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τέτοιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τοῖος[1]
Αντωνυμία
τέτοιος, -α, -ο
- (δεικτική αντωνυμία) για να περιγραφεί κάτι ως προς την ποιότητά του
- (προφορικό) αντί ονομασίας για κάποιον ή κάτι που δε θυμόμαστε
- → χρειάζεται παράθεμα
- έτοιος
Εκφράσεις
- πού τέτοιο πράμα
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τέτοιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.