τάλκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τάλκης οι τάλκες
      γενική του τάλκη των ταλκών
    αιτιατική τον τάλκη τους τάλκες
     κλητική τάλκη τάλκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάλκης < αγγλική talc < μέση γαλλική talc < αραβική طلق (ṭalq) < περσική تلک (talk)

Ουσιαστικό

τάλκης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.