ταλκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταλκ < γαλλική talc[1] < μέση γαλλική talc < αραβική طلق (ṭalq) < περσική تلک (talk)
Ουσιαστικό
ταλκ ουδέτερο άκλιτο
- άσπρη σκόνη από τάλκη ή καλαμποκάλευρο που χρησιμοποιείται κυρίως για προστασία του δέρματος από ερεθισμούς λόγω ιδρώτα
Συνώνυμα
Ετυμολογία
- ταλκ < αγγλική talc < μέση γαλλική talc < αραβική طلق (ṭalq) < περσική تلک (talk)
Μεταφράσεις
ταλκ
|
- ταλκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
