σ' αγαπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σ' αγαπώ <  δείτε τις λέξεις σε, εσένα, αγαπώ και αγαπάω

Προφορά

ΔΦΑ : /s‿a.ɣaˈpo/

Βιβλίο φράσεων

σ' αγαπώ!

  • φράση που δηλώνει την αγάπη και συνήθως τον έρωτα του ομιλητή για το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται
    —Μ' αγαπάς; —Σ' αγαπώ, κορίτσι μου, σε λατρεύω!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.