αιμορροΐδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμορροΐδα | οι | αιμορροΐδες |
| γενική | της | αιμορροΐδας | των | αιμορροΐδων |
| αιτιατική | την | αιμορροΐδα | τις | αιμορροΐδες |
| κλητική | αιμορροΐδα | αιμορροΐδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμορροΐδα < αρχαία ελληνική αἱμορροΐς
Ουσιαστικό
αιμορροΐδα θηλυκό
- εξόγκωμα στην περιοχή του δακτυλίου του πρωκτού που σχηματίζεται από διόγκωση των φλεβών της περιοχής, προκαλεί κνησμό και άλλες ενοχλήσεις και συχνά παρουσιάζει αιμορραγία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.