σύρριζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σύρριζος | η | σύρριζη | το | σύρριζο |
| γενική | του | σύρριζου | της | σύρριζης | του | σύρριζου |
| αιτιατική | τον | σύρριζο | τη | σύρριζη | το | σύρριζο |
| κλητική | σύρριζε | σύρριζη | σύρριζο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σύρριζοι | οι | σύρριζες | τα | σύρριζα |
| γενική | των | σύρριζων | των | σύρριζων | των | σύρριζων |
| αιτιατική | τους | σύρριζους | τις | σύρριζες | τα | σύρριζα |
| κλητική | σύρριζοι | σύρριζες | σύρριζα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σύρριζος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
σύρριζος, -η, -ο
- ενωμένος με τη ρίζα
- ※ καθὼς στὸν κτύπον τοῦ πατρὸς Διὸς σύρριζο πέφτει δέντρο καὶ ὀσμὴ βαρύτατη θειάφης ἐκεῖθε βγαίνει (Ιάκωβος Πολυλάς, Ιλιάδα, μετάφραση Πολυλά, Ξ 415)
- ※ Μιλτιάδης Μαλακάσης, Άπαντα, εκδ . Alvin Redman (Hellas), Αθήνα, 1964, σελ. 140
- σύρριζος, λές, και σύγκορφος
- όλος ο κήπος τρέμει·
- μέσα του απόψε δέρνονται
- κι αγκομαχούν οι ανέμοι
Συγγενικά
- σύρριζα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
σύρριζος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σύρριζος | τὸ | σύρριζον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συρρίζου | τοῦ | συρρίζου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συρρίζῳ | τῷ | συρρίζῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σύρριζον | τὸ | σύρριζον | ||
| κλητική ὦ! | σύρριζε | σύρριζον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σύρριζοι | τὰ | σύρριζᾰ | ||
| γενική | τῶν | συρρίζων | τῶν | συρρίζων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συρρίζοις | τοῖς | συρρίζοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συρρίζους | τὰ | σύρριζᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σύρριζοι | σύρριζᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συρρίζω | τὼ | συρρίζω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συρρίζοιν | τοῖν | συρρίζοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σύρριζος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σύρριζος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ενωμένος με τη ρίζα
- (ελληνιστική κοινή) που έχει άφθονες ρίζες
Πηγές
- σύρριζος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.