σύξυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύξυλος η σύξυλη το σύξυλο
      γενική του σύξυλου της σύξυλης του σύξυλου
    αιτιατική τον σύξυλο τη σύξυλη το σύξυλο
     κλητική σύξυλε σύξυλη σύξυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύξυλοι οι σύξυλες τα σύξυλα
      γενική των σύξυλων των σύξυλων των σύξυλων
    αιτιατική τους σύξυλους τις σύξυλες τα σύξυλα
     κλητική σύξυλοι σύξυλες σύξυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σύξυλος < σύ- + ξύλ(ο) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ksi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύξυλος

Επίθετο

σύξυλος, -η, -ο

  1. εμβρόντητος, άναυδος, ενεός, άφωνος από δυσάρεστη έκπληξη
  2. (παρωχημένο) μαζί με όλα τα ξύλα, ολόκληρος
    το καράβι βούλιαξε σύξυλο, δε σώθηκε τίποτα

Εκφράσεις

  • αφήνω σύξυλο
  • τα αφήνω όλα σύξυλα: σταματάω μια εργασία που έκανα λόγω ενός απρόβλεπτου γεγονότος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.