σύξυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σύξυλος | η | σύξυλη | το | σύξυλο |
| γενική | του | σύξυλου | της | σύξυλης | του | σύξυλου |
| αιτιατική | τον | σύξυλο | τη | σύξυλη | το | σύξυλο |
| κλητική | σύξυλε | σύξυλη | σύξυλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σύξυλοι | οι | σύξυλες | τα | σύξυλα |
| γενική | των | σύξυλων | των | σύξυλων | των | σύξυλων |
| αιτιατική | τους | σύξυλους | τις | σύξυλες | τα | σύξυλα |
| κλητική | σύξυλοι | σύξυλες | σύξυλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.ksi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐ξυ‐λος
Επίθετο
σύξυλος, -η, -ο
Εκφράσεις
- αφήνω σύξυλο
- τα αφήνω όλα σύξυλα: σταματάω μια εργασία που έκανα λόγω ενός απρόβλεπτου γεγονότος
Μεταφράσεις
σύξυλος
|
→ δείτε τη λέξη εμβρόντητος |
Πηγές
- σύξυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.