λαοσύναξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαοσύναξη | οι | λαοσυνάξεις |
| γενική | της | λαοσύναξης* | των | λαοσυνάξεων |
| αιτιατική | τη | λαοσύναξη | τις | λαοσυνάξεις |
| κλητική | λαοσύναξη | λαοσυνάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, λαοσυνάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.