συνάξει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συνάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συνάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνάζω
  3. θα συνάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνάζω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.