σύληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύληση οι συλήσεις
      γενική της σύλησης* των συλήσεων
    αιτιατική τη σύληση τις συλήσεις
     κλητική σύληση συλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύληση < αρχαία ελληνική σύλησις

Ουσιαστικό

σύληση θηλυκό

  1. η διαρπαγή αντικειμένων από τάφο
  2. η κλοπή σκευών και εικόνων από ναό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη συλώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.