vol
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
vol
<
voler
Προφορά
ΔΦΑ
: /
vɔl
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
vol
vols
vol
(fr)
αρσενικό
η
κλοπή
, η
σύληση
, η
κλεψιά
η
πτήση
(
τεχνολογία
)
το άνοιγμα
φτερών
ενός πτηνού ή
ιπτάμενης
συσκευής
(
εραλδική
)
σχήμα δύο φτερών ενός
πτηνού
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.