vol

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vol < voler

Προφορά

ΔΦΑ : /vɔl/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vol vols

vol (fr) αρσενικό

  1. η κλοπή, η σύληση, η κλεψιά
  2. η πτήση
  3. (τεχνολογία) το άνοιγμα φτερών ενός πτηνού ή ιπτάμενης συσκευής
    • (εραλδική) σχήμα δύο φτερών ενός πτηνού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.