συλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συλώ
  2. θα συλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.