σύγκαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύγκαμα | τα | συγκάματα |
| γενική | του | συγκάματος | των | συγκαμάτων |
| αιτιατική | το | σύγκαμα | τα | συγκάματα |
| κλητική | σύγκαμα | συγκάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σύγκαμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συγκαίω / συγκαίγομαι, δερματικός ερεθισμός σε μέρη που τρίβονται μεταξύ τους
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.