συγκαίγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκαίγομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
συγκαίγομαι
- ερεθίζεται κι ερυθριάζει το δέρμα μου σε κάποιο σημείο που δημιουργεί πτύχωση, είτε λόγω τριβής είτε λόγω άλλου ερεθιστικού ή μολυσματικού παράγοντα (π.χ. ιδρώτα)
Μεταφράσεις
συγκαίγομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.