σωματοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωματοποιημένος η σωματοποιημένη το σωματοποιημένο
      γενική του σωματοποιημένου της σωματοποιημένης του σωματοποιημένου
    αιτιατική τον σωματοποιημένο τη σωματοποιημένη το σωματοποιημένο
     κλητική σωματοποιημένε σωματοποιημένη σωματοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωματοποιημένοι οι σωματοποιημένες τα σωματοποιημένα
      γενική των σωματοποιημένων των σωματοποιημένων των σωματοποιημένων
    αιτιατική τους σωματοποιημένους τις σωματοποιημένες τα σωματοποιημένα
     κλητική σωματοποιημένοι σωματοποιημένες σωματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σωματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σωματοποιώ

Μετοχή

σωματοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.