σωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωμένος η σωμένη το σωμένο
      γενική του σωμένου της σωμένης του σωμένου
    αιτιατική τον σωμένο τη σωμένη το σωμένο
     κλητική σωμένε σωμένη σωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωμένοι οι σωμένες τα σωμένα
      γενική των σωμένων των σωμένων των σωμένων
    αιτιατική τους σωμένους τις σωμένες τα σωμένα
     κλητική σωμένοι σωμένες σωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σώνω

Μετοχή

σωμένος, -η, -ο

  •  δείτε τη λέξη σώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.