σχετικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχετικιστικός | η | σχετικιστική | το | σχετικιστικό |
| γενική | του | σχετικιστικού | της | σχετικιστικής | του | σχετικιστικού |
| αιτιατική | τον | σχετικιστικό | τη | σχετικιστική | το | σχετικιστικό |
| κλητική | σχετικιστικέ | σχετικιστική | σχετικιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχετικιστικοί | οι | σχετικιστικές | τα | σχετικιστικά |
| γενική | των | σχετικιστικών | των | σχετικιστικών | των | σχετικιστικών |
| αιτιατική | τους | σχετικιστικούς | τις | σχετικιστικές | τα | σχετικιστικά |
| κλητική | σχετικιστικοί | σχετικιστικές | σχετικιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sçe.ti.ci.stiˈkos/
Επίθετο
σχετικιστικός, -ή, ό
- που αναφέρεται στον σχετικισμό ή τον σχετικιστή ή έχει σχέση με αυτούς[1]
- (φυσική) που αναφέρεται στη θεωρία της σχετικότητας ή συσχετίζεται με αυτήν ως σώμα ή φυσικό μέγεθος
Μεταφράσεις
σχετικιστικός
|
|
Αναφορές
- σχετικιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.