σχετικιστής

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σχετικιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σχετικιστής αρσενικό

  1. (φυσική), (παρωχημένο) φυσικός που αποδέχεται πλήρως την γενική αϊνστάινια σχετικότητα
    • Σημειώσεις: δεν χρησιμοποιείται πλέον διότι η γενική σχετικότητα δεν αναλύει τις σωματιδιακές αλληλεπιδράσεις θεμελιωδώς, απλώς προβλέπει σωματιδιακές συμπεριφορές
  2. (φιλοσοφία) οπαδός του σχετικισμού
    αυτός που θεωρεί ότι όλες οι απόψεις έχουν την ίδια ισχύ και μόνο οι μεταξύ τους σχέσεις δύναται να την μεταβάλλουν (την ισχύ των απόψεων) υποκειμενικώς σχετικιστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.