σχετικισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σχετικισμός | οι | σχετικισμοί |
| γενική | του | σχετικισμού | των | σχετικισμών |
| αιτιατική | τον | σχετικισμό | τους | σχετικισμούς |
| κλητική | σχετικισμέ | σχετικισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχετικισμός < σχετικός
Μεταφράσεις
σχετικισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.