σφυρίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σφυρίδα | οι | σφυρίδες |
| γενική | της | σφυρίδας | των | σφυρίδων |
| αιτιατική | τη | σφυρίδα | τις | σφυρίδες |
| κλητική | σφυρίδα | σφυρίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfiˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφυ‐ρί‐δα
Ετυμολογία 1
.jpg.webp)
Τεράστια σφυρίδα που πιάστηκε κοντά στην Ύδρα.
- σφυρίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σφύρ(αινα) + μεταπλασμός με -ίδα κατά το συναγρίδα [1]
Ουσιαστικό
σφυρίδα θηλυκό
- (ψάρι) μεγάλο ψάρι (Επινέφελος ο χαλκούς, Epinephelus Aeneus) με νόστιμο κρέας
-
Σερανίδες στη Βικιπαίδεια

Ετυμολογία 2
- σφυρίδα < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; για τα χτυπήματα με σφυρί
Ουσιαστικό
σφυρίδα θηλυκό
Αναφορές
- σφυρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.