συναγρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναγρίδα οι συναγρίδες
      γενική της συναγρίδας των συναγρίδων
    αιτιατική τη συναγρίδα τις συναγρίδες
     κλητική συναγρίδα συναγρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συναγρίδα (Dentex dentex)1

Ετυμολογία

συναγρίδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συναγρίδα θηλυκό

  • ψάρι που συνήθως αλιεύεται με συρτή ή παραγάδια, με επιστημονική ονομασία Dentex dentex

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.