συναγρίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναγρίδα | οι | συναγρίδες |
| γενική | της | συναγρίδας | των | συναγρίδων |
| αιτιατική | τη | συναγρίδα | τις | συναγρίδες |
| κλητική | συναγρίδα | συναγρίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Συναγρίδα (Dentex dentex)1
Ετυμολογία
- συναγρίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συναγρίδα θηλυκό
-
συναγρίδα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
συναγρίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.