Σφίγγα
Νέα ελληνικά (el)
Κύριο όνομα
Σφίγγα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) φτερωτό τέρας της αρχαίας μυθολογίας με ουρά φιδιού, σώμα λιονταριού και κεφάλι γυναίκας
- → δείτε και τη λέξη σφίγγα
Μεταφράσεις
Σφίγγα
|
Ετυμολογία 2
- Σφίγγα < γενική ενικού του αρσενικού Σφίγγας
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Sphinga
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
