συχνότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συχνότερος | η | συχνότερη | το | συχνότερο |
| γενική | του | συχνότερου | της | συχνότερης | του | συχνότερου |
| αιτιατική | τον | συχνότερο | τη | συχνότερη | το | συχνότερο |
| κλητική | συχνότερε | συχνότερη | συχνότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συχνότεροι | οι | συχνότερες | τα | συχνότερα |
| γενική | των | συχνότερων | των | συχνότερων | των | συχνότερων |
| αιτιατική | τους | συχνότερους | τις | συχνότερες | τα | συχνότερα |
| κλητική | συχνότεροι | συχνότερες | συχνότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συχνότερος < συγκριτικός βαθμός του συχν(ός) + -ότερος. Και αρχαίο συχνότερος.
Επίθετο
συχνότερος, -η, -ο
- που είναι πιο συχνός από κάποιον ή κάτι άλλο
- ↪ Είναι συχνότερος ο πόνος τις τελευταίες εβδομάδες
- ≠ αντώνυμα: σπανιότερος
Παράγωγα
- συχνότερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.