συσχετισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συσχετισμένος | η | συσχετισμένη | το | συσχετισμένο |
| γενική | του | συσχετισμένου | της | συσχετισμένης | του | συσχετισμένου |
| αιτιατική | τον | συσχετισμένο | τη | συσχετισμένη | το | συσχετισμένο |
| κλητική | συσχετισμένε | συσχετισμένη | συσχετισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συσχετισμένοι | οι | συσχετισμένες | τα | συσχετισμένα |
| γενική | των | συσχετισμένων | των | συσχετισμένων | των | συσχετισμένων |
| αιτιατική | τους | συσχετισμένους | τις | συσχετισμένες | τα | συσχετισμένα |
| κλητική | συσχετισμένοι | συσχετισμένες | συσχετισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συσχετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συσχετίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.sçe.tiˈzme.nos/
Μεταφράσεις
συσχετισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.