ασύστολα
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
- αδιάντροπα
- αδίστακτα
- αναιδώς
- αναίσχυντα
- επαίσχυντα
- ξετσίπωτα
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασύστολος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.