συγκλονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκλονιστικός | η | συγκλονιστική | το | συγκλονιστικό |
| γενική | του | συγκλονιστικού | της | συγκλονιστικής | του | συγκλονιστικού |
| αιτιατική | τον | συγκλονιστικό | τη | συγκλονιστική | το | συγκλονιστικό |
| κλητική | συγκλονιστικέ | συγκλονιστική | συγκλονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκλονιστικοί | οι | συγκλονιστικές | τα | συγκλονιστικά |
| γενική | των | συγκλονιστικών | των | συγκλονιστικών | των | συγκλονιστικών |
| αιτιατική | τους | συγκλονιστικούς | τις | συγκλονιστικές | τα | συγκλονιστικά |
| κλητική | συγκλονιστικοί | συγκλονιστικές | συγκλονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συγκλονιστικός, -ή, -ό
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
συγκλονιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.