αγορά εργασίας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγορά εργασίας <  δείτε τις λέξεις αγορά και εργασία

Πολυλεκτικός όρος

αγορά εργασίας θηλυκό

  1. (οικονομία) προσδιορισμός της αλληλεπίδρασης της προσφοράς και ζήτησης εργασίας
  2. το σύνολο των οργάνων και διαδικασιών επί της παραπάνω αλληλεπίδρασης.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.