συνεσταλμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνεσταλμένος | η | συνεσταλμένη | το | συνεσταλμένο |
| γενική | του | συνεσταλμένου | της | συνεσταλμένης | του | συνεσταλμένου |
| αιτιατική | τον | συνεσταλμένο | τη | συνεσταλμένη | το | συνεσταλμένο |
| κλητική | συνεσταλμένε | συνεσταλμένη | συνεσταλμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνεσταλμένοι | οι | συνεσταλμένες | τα | συνεσταλμένα |
| γενική | των | συνεσταλμένων | των | συνεσταλμένων | των | συνεσταλμένων |
| αιτιατική | τους | συνεσταλμένους | τις | συνεσταλμένες | τα | συνεσταλμένα |
| κλητική | συνεσταλμένοι | συνεσταλμένες | συνεσταλμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συνεσταλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του συστέλλω/συστέλλομαι
Μετοχή
συνεσταλμένος, -η, -ο
- (για τα μέλη του σώματος) λυγισμένος και μαζεμένος προς το σώμα
- οι νεκροί στο προϊστορικό νεκροταφείο είχαν ενταφιαστεί σε ελαφρώς συνεσταλμένη στάση
Μετοχή
συνεσταλμένος, -η, -ο
- Ο Βασίλης είναι συνεσταλμένο παιδί
Συγγενικά
- συστολή
- συνεσταλμένα επίρρημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.