συνδρομητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συνδρομητικός | η | συνδρομητική | το | συνδρομητικό |
| γενική | του | συνδρομητικού | της | συνδρομητικής | του | συνδρομητικού |
| αιτιατική | τον | συνδρομητικό | τη | συνδρομητική | το | συνδρομητικό |
| κλητική | συνδρομητικέ | συνδρομητική | συνδρομητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συνδρομητικοί | οι | συνδρομητικές | τα | συνδρομητικά |
| γενική | των | συνδρομητικών | των | συνδρομητικών | των | συνδρομητικών |
| αιτιατική | τους | συνδρομητικούς | τις | συνδρομητικές | τα | συνδρομητικά |
| κλητική | συνδρομητικοί | συνδρομητικές | συνδρομητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συνδρομητικός,ή,ό
- η υπηρεσία που παρέχεται με καταβολή συνδρομής, επιχείρηση (κυρίως τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας) που απαιτεί καταβολή συνδρομής για παροχή υπηρεσιών
- συνδρομητικό κανάλι, συνδρομητικός σταθμός
Μεταφράσεις
συνδρομητικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.