συνδιαλλαγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδιαλλαγμένος η συνδιαλλαγμένη το συνδιαλλαγμένο
      γενική του συνδιαλλαγμένου της συνδιαλλαγμένης του συνδιαλλαγμένου
    αιτιατική τον συνδιαλλαγμένο τη συνδιαλλαγμένη το συνδιαλλαγμένο
     κλητική συνδιαλλαγμένε συνδιαλλαγμένη συνδιαλλαγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδιαλλαγμένοι οι συνδιαλλαγμένες τα συνδιαλλαγμένα
      γενική των συνδιαλλαγμένων των συνδιαλλαγμένων των συνδιαλλαγμένων
    αιτιατική τους συνδιαλλαγμένους τις συνδιαλλαγμένες τα συνδιαλλαγμένα
     κλητική συνδιαλλαγμένοι συνδιαλλαγμένες συνδιαλλαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συνδιαλλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνδιαλλάσσω

Μετοχή

συνδιαλλαγμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.