σφυροδράπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφυροδράπανο | τα | σφυροδράπανα |
| γενική | του | σφυροδράπανου & σφυροδραπάνου |
των | σφυροδράπανων & σφυροδραπάνων |
| αιτιατική | το | σφυροδράπανο | τα | σφυροδράπανα |
| κλητική | σφυροδράπανο | σφυροδράπανα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφυροδράπανο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σφυροδράπανο ουδέτερο
Μεταφράσεις
σφυροδράπανο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.