coincide

Αγγλικά (en)

ενεστώτας coincide
γ΄ ενικό ενεστώτα coincides
αόριστος coincided
παθητική μετοχή coincided
ενεργητική μετοχή coinciding

Ρήμα

coincide (en)

  1. (αμετάβατο) συμπίπτω, για δύο ή περισσότερα γεγονότα που γίνονται ταυτόχρονα
    His arrival coincided with my wedding.
    Η άφιξή του συνέπεσε με το γάμο μου.
    All these events coincided.
    Όλα αυτά τα γεγονότα συνέπεσαν.
  2. (αμετάβατο, επίσημο) συμπίπτω, ταυτίζομαι, για ιδέες, απόψεις κτλ. που είναι ίδιες ή πολύ παρόμοιες
    The sum of private interests does not always coincide with the national interest.
    Το άθροισμα των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.
    Our views don’t coincide.
    Οι απόψεις μας δεν ταυτίζονται.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.