εμφύλιος πόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
εμφύλιος πόλεμος αρσενικό
- πόλεμος στον οποίο και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ανήκουν στο ίδιο κράτος ή την ίδια εθνότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.