κοντράτο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
κοντράτο ουδέτερο
- το συμφωνητικό, η συμφωνία, το συμβόλαιο
- Αφού στο υποσχέθηκα ότι θα παντρευτούμε, κοντράτο θες να κάνουμε τώρα;
- Έχε του εμπιστοσύνη. Ο λόγος του είναι κοντράτο!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.