κοντράτο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοντράτο < ιταλική contratto (συμφωνία)

Ουσιαστικό

κοντράτο ουδέτερο

  • το συμφωνητικό, η συμφωνία, το συμβόλαιο
    Αφού στο υποσχέθηκα ότι θα παντρευτούμε, κοντράτο θες να κάνουμε τώρα;
    Έχε του εμπιστοσύνη. Ο λόγος του είναι κοντράτο!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.