συμβολαιογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβολαιογραφικός η συμβολαιογραφική το συμβολαιογραφικό
      γενική του συμβολαιογραφικού της συμβολαιογραφικής του συμβολαιογραφικού
    αιτιατική τον συμβολαιογραφικό τη συμβολαιογραφική το συμβολαιογραφικό
     κλητική συμβολαιογραφικέ συμβολαιογραφική συμβολαιογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβολαιογραφικοί οι συμβολαιογραφικές τα συμβολαιογραφικά
      γενική των συμβολαιογραφικών των συμβολαιογραφικών των συμβολαιογραφικών
    αιτιατική τους συμβολαιογραφικούς τις συμβολαιογραφικές τα συμβολαιογραφικά
     κλητική συμβολαιογραφικοί συμβολαιογραφικές συμβολαιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβολαιογραφικός < συμβολαιογράφος / συμβολαιογραφία + -ικός

Επίθετο

συμβολαιογραφικός

  1. που έχει σχέση με συμβολαιογράφο ή το επάγγελμά του ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) συμβολαιογραφικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.