συμβολαιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμβολαιογραφία | οι | συμβολαιογραφίες |
| γενική | της | συμβολαιογραφίας | των | συμβολαιογραφιών |
| αιτιατική | τη | συμβολαιογραφία | τις | συμβολαιογραφίες |
| κλητική | συμβολαιογραφία | συμβολαιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβολαιογραφία < συμβολαιογράφος + -ία
Ουσιαστικό
συμβολαιογραφία θηλυκό
- το επάγγελμα ενός συμβολαιογράφου καθώς και (κατ’ επέκταση) η χρονική περίοδος που το εξασκεί
Μεταφράσεις
συμβολαιογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.