συμβασιλέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμβασιλέας | οι | συμβασιλείς |
| γενική | του | συμβασιλέα | των | συμβασιλέων |
| αιτιατική | τον | συμβασιλέα | τους | συμβασιλείς |
| κλητική | συμβασιλέα | συμβασιλείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβασιλέας < ελληνιστική κοινή συμβασιλεύς < αρχαία ελληνική σύν + βασιλεύς
Ουσιαστικό
συμβασιλέας αρσενικό (θηλυκό συμβασίλισσα)
- κάποιος που είναι βασιλιάς μαζί με κάποιον άλλο, που βασιλεύουν μαζί
Συγγενικά
- συμβασιλεία
- συμβασιλεύω
- συμβασίλισσα
- → δείτε τις λέξεις συν και βασιλιάς
Μεταφράσεις
συμβασιλέας
|
|
Πηγές
- συμβασιλέας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συμβασιλέας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.