συλληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συλληπτικός | η | συλληπτική | το | συλληπτικό |
| γενική | του | συλληπτικού | της | συλληπτικής | του | συλληπτικού |
| αιτιατική | τον | συλληπτικό | τη | συλληπτική | το | συλληπτικό |
| κλητική | συλληπτικέ | συλληπτική | συλληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συλληπτικοί | οι | συλληπτικές | τα | συλληπτικά |
| γενική | των | συλληπτικών | των | συλληπτικών | των | συλληπτικών |
| αιτιατική | τους | συλληπτικούς | τις | συλληπτικές | τα | συλληπτικά |
| κλητική | συλληπτικοί | συλληπτικές | συλληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συλληπτικός < ελληνιστική κοινή συλληπτικός[1][2] < αρχαία ελληνική συλλαμβάνω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
συλληπτικός
|
|
Αναφορές
- συλληπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συλληπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.