συλλεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλεκτικός η συλλεκτική το συλλεκτικό
      γενική του συλλεκτικού της συλλεκτικής του συλλεκτικού
    αιτιατική τον συλλεκτικό τη συλλεκτική το συλλεκτικό
     κλητική συλλεκτικέ συλλεκτική συλλεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλεκτικοί οι συλλεκτικές τα συλλεκτικά
      γενική των συλλεκτικών των συλλεκτικών των συλλεκτικών
    αιτιατική τους συλλεκτικούς τις συλλεκτικές τα συλλεκτικά
     κλητική συλλεκτικοί συλλεκτικές συλλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συλλεκτικός < συλλέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.le.ktiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /si.le.ktiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /si.le.ktiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

συλλεκτικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τη συγκέντρωση πραγμάτων
  2. που σχετίζεται με το συλλέκτη

Εκφράσεις

  • συλλεκτικό αντικείμενο (κομμάτι, ...) : καθετί που αξίζει να μπει σε συλλογή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.