συλλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συλλεκτικός | η | συλλεκτική | το | συλλεκτικό |
| γενική | του | συλλεκτικού | της | συλλεκτικής | του | συλλεκτικού |
| αιτιατική | τον | συλλεκτικό | τη | συλλεκτική | το | συλλεκτικό |
| κλητική | συλλεκτικέ | συλλεκτική | συλλεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συλλεκτικοί | οι | συλλεκτικές | τα | συλλεκτικά |
| γενική | των | συλλεκτικών | των | συλλεκτικών | των | συλλεκτικών |
| αιτιατική | τους | συλλεκτικούς | τις | συλλεκτικές | τα | συλλεκτικά |
| κλητική | συλλεκτικοί | συλλεκτικές | συλλεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συλλεκτικός < συλλέγω
Επίθετο
συλλεκτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη συγκέντρωση πραγμάτων
- που σχετίζεται με το συλλέκτη
Εκφράσεις
- συλλεκτικό αντικείμενο (κομμάτι, ...) : καθετί που αξίζει να μπει σε συλλογή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συλλεκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.