συλλέκτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συλλέκτρια | οι | συλλέκτριες |
| γενική | της | συλλέκτριας | των | συλλεκτριών |
| αιτιατική | τη | συλλέκτρια | τις | συλλέκτριες |
| κλητική | συλλέκτρια | συλλέκτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
Μεταφράσεις
συλλέκτρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.