collect

Αγγλικά (en)

Επίθετο

collect (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις

  • collect call

Ρήμα

ενεστώτας collect
γ΄ ενικό ενεστώτα collects
αόριστος collected
παθητική μετοχή collected
ενεργητική μετοχή collecting

collect (en)

  1. (μεταβατικό) μαζεύω, συγκεντρώνω πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους ή μέρη
    I am collecting information.
    Συγκεντρώνω πληροφορίες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη assemble
  2. συλλέγω
    He collects stamps.
    Συλλέγει γραμματόσημα. (είναι συλλέκτης γραμματοσήμων)
  3. εισπράττω
  4. (μεταβατικό, βρετανική σημασία) περνάω να πάρω κάποιον, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
    I will collect the children from school.
    Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη pick up

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.