περισυλλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περισυλλέγω < (ελληνιστική κοινή) < περί + συλλέγω

Ρήμα

περισυλλέγω, πρτ.: περισυνέλεγα, στ.μέλλ.: θα περισυλλέξω, αόρ.: περισυνέλεξα, παθ.φωνή: περισυλλέγομαι, μτχ.π.π.: περισυλλεγμένος

  1. μαζεύω κάτι διασκορπισμένο
  2. (για ναυαγούς) μαζεύω και διασώζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.