συζητημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συζητημένος | η | συζητημένη | το | συζητημένο |
| γενική | του | συζητημένου | της | συζητημένης | του | συζητημένου |
| αιτιατική | τον | συζητημένο | τη | συζητημένη | το | συζητημένο |
| κλητική | συζητημένε | συζητημένη | συζητημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συζητημένοι | οι | συζητημένες | τα | συζητημένα |
| γενική | των | συζητημένων | των | συζητημένων | των | συζητημένων |
| αιτιατική | τους | συζητημένους | τις | συζητημένες | τα | συζητημένα |
| κλητική | συζητημένοι | συζητημένες | συζητημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συζητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συζητώ
Μεταφράσεις
συζητημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.