συγκρουσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκρουσμένος | η | συγκρουσμένη | το | συγκρουσμένο |
| γενική | του | συγκρουσμένου | της | συγκρουσμένης | του | συγκρουσμένου |
| αιτιατική | τον | συγκρουσμένο | τη | συγκρουσμένη | το | συγκρουσμένο |
| κλητική | συγκρουσμένε | συγκρουσμένη | συγκρουσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκρουσμένοι | οι | συγκρουσμένες | τα | συγκρουσμένα |
| γενική | των | συγκρουσμένων | των | συγκρουσμένων | των | συγκρουσμένων |
| αιτιατική | τους | συγκρουσμένους | τις | συγκρουσμένες | τα | συγκρουσμένα |
| κλητική | συγκρουσμένοι | συγκρουσμένες | συγκρουσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγκρουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκρούομαι
Μεταφράσεις
συγκρουσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.