συγκλονιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
συγκλονιστικά < συγκλονιστικός
Επίρρημα
συγκλονιστικά
- κατά τρόπο συγκλονιστικό
Μεταφράσεις
συγκλονιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συγκλονιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκλονιστικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.