συγκαλυμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκαλυμμένος η συγκαλυμμένη το συγκαλυμμένο
      γενική του συγκαλυμμένου της συγκαλυμμένης του συγκαλυμμένου
    αιτιατική τον συγκαλυμμένο τη συγκαλυμμένη το συγκαλυμμένο
     κλητική συγκαλυμμένε συγκαλυμμένη συγκαλυμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκαλυμμένοι οι συγκαλυμμένες τα συγκαλυμμένα
      γενική των συγκαλυμμένων των συγκαλυμμένων των συγκαλυμμένων
    αιτιατική τους συγκαλυμμένους τις συγκαλυμμένες τα συγκαλυμμένα
     κλητική συγκαλυμμένοι συγκαλυμμένες συγκαλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συγκαλυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκαλύπτω

Μετοχή

συγκαλυμμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.